- βαρυόπας
- βαρυόπας, ο (Α)(για τον Δία) εκείνος που έχει βαριά, βροντερή φωνή.[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + (ποιητ.) *οψ (η) («η φωνή»), το οποίο απαντά μόνο στις πλάγιες πτώσεις του ενικού οπός, οπί, όπα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος … Dictionary of Greek
ευρύοπα — εὐρύοπα, ὁ (Α) 1. αυτός που ηχεί σε μεγάλη έκταση («εὐρύοπα κέλαδον φθεγγόμενος») 2. (επίθ. τού Διός) αυτός που βλέπει μακριά, σε μεγάλη έκταση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ευρύοπα απαντά ως προσωνυμία τού τ. Ζην ή Κρονίδην στην αιτιατ., αλλά και στην ονομαστ … Dictionary of Greek
βαρυόπην — βαρύοπης masc acc sg (attic epic ionic) βαρυόπας loudvoiced masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)